- κυνόστομον
- κῠνό-στομον, τό,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυνόστομον — κυνόστομον, τὸ (AM) το άνοιγμα τών δακτύλων μεταξύ λιχανού και αντίχειρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + στομον (< στόμα)] … Dictionary of Greek
κυνόστομον — distance between thumb and first finger neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινοστομιαίος — κοινοστομιαῑος, αία, ον (Μ) (εσφ. γρφ αντί κυνοστομιαίος) αυτός που έχει μήκος κυνοστόμου*, πιθαμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυνόστομον (το μήκος τού ανοίγματος τών δακτύλων μεταξύ αντίχειρα και λιχανού) + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. τον ιαίος, ωρ ιαίος)] … Dictionary of Greek